Φράνκε

Φράνκε
Γερμανός ζωγράφος (15ος αι.). Εργάστηκε στο Αμβούργο και είναι αναμφισβήτητα ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της γερμανικής ζωγραφικής των αρχών του 15ου αι. Ως ζωγράφος δέχτηκε πολλές επιδράσεις, από τις οποίες επικρατέστερες είναι ο μανιερισμός των παρισινών τοπιογράφων και η χρωματική αντίληψη των Γάλλων, των Φλαμανδών και των Ολλανδών συναδέλφων του. Η ισχυρή προσωπικότητά του ωστόσο αποκλείει οποιονδήποτε παραλληλισμό με τους καλλιτέχνες της Σαξονίας, της Φραγκονίας και της Βοημίας. Το 1424 ζωγράφισε το πολύπτυχο για το ιερό του Aγίου Θωμά του Καντέρμπερι, στον καθεδρικό ναό του Αμβούργου, από το οποίο σώζονται, στο μουσείο της ίδιας πόλης, 4 πίνακες ζωγραφισμένοι και στις δύο όψεις και ένα τμήμα της Σταύρωσης. «Το μαρτύριο του Αγίου Θωμά»: πολύπτυχο του Γερμανού Φράνκε, αντιπροσωπευτικό δείγμα του ρεαλισμού και της δραματικής της τέχνης του (Μουσείο Αμβούργου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • πιετισμός — Θρησκευτική κίνηση που αναφάνηκε το 17o αι. στους κόλπους του λουθηρανισμού, υπό την ηγεσία του Φίλιπ Γιάκομπ Σπένερ (1635 1705), ο οποίος εξέθεσε τις βάσεις της κίνησης στο έργο τουΕυσεβείς πόθοι (Pia desideria, 1675). Οι πιετιστές είχαν σκοπό… …   Dictionary of Greek

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”